καστελάνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καστελάνος < μεσαιωνική ελληνική καστελλάνος, με ορθογραφική απλοποίηση < λατινική castellanus < castellum (κάστρο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καστελάνος αρσενικό
- ο διοικητής της φρουράς ενός κάστρου κατά το Μεσαίωνα, ο φρούραρχος
- ο διοικητής μιας ευρύτερης περιοχής που εποπτευόταν από ένα κάστρο