Δείτε επίσης: Καστελάνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καστελάνος οι καστελάνοι
      γενική του καστελάνου των καστελάνων
    αιτιατική τον καστελάνο τους καστελάνους
     κλητική καστελάνε καστελάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καστελάνος < μεσαιωνική ελληνική καστελλάνος, με ορθογραφική απλοποίηση < λατινική castellanus < castellum (κάστρο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καστελάνος αρσενικό

  1. ο διοικητής της φρουράς ενός κάστρου κατά το Μεσαίωνα, ο φρούραρχος
  2. ο διοικητής μιας ευρύτερης περιοχής που εποπτευόταν από ένα κάστρο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία