δεσποτάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεσποτάκι | τα | δεσποτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δεσποτάκι | τα | δεσποτάκια |
κλητική | δεσποτάκι | δεσποτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδεσποτάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεσποτάκι
|