Δείτε επίσης: μελιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μελί αἱ μελίαι
      γενική τῆς μελίᾱς τῶν μελιῶν
      δοτική τῇ μελί ταῖς μελίαις
    αιτιατική τὴν μελίᾱν τὰς μελίᾱς
     κλητική ! μελί μελίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελί
γεν-δοτ τοῖν  μελίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελία < άγνωστης ετυμολογίας, ίσως από το μέλι λόγω του χρώματος του κορμού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελία, -ας

  1. (δέντρο) η μελιά ή το φράξο
  2. ασπίδα, ρόπαλο, δόρυ από ξύλο μελίας
  3. → δείτε τη λέξη Μελίαι, κύριο όνομα στον πληθυντικό, οι νύμφες των μελιών

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία