Ουσιαστικό

επεξεργασία

rook (en)

  1. πουλί που μοιάζει με κοράκι (Corvus frugilegus), το χαβαρόνι
  2. (μεταφορικά) απατεώνας
  3. (σκάκι) ο πύργος
     συνώνυμα: castle