πυργίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυργίσκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυργίσκος[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε πύργος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
- για τον στρατιωτικό όρο < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική turret[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piɾˈʝi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ργί‐σκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυργίσκος αρσενικό
- ο πύργος αλλά σε μικρότερο μέγεθος
- άλλες μορφές: πυργί
- (στρατιωτικός όρος) χώρος σε ένα πολεμικό όχημα σχεδιασμένος για να έχει ένα καλό οπτικό πεδίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ο πύργος αλλά σε μικρότερο μέγεθος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 πυργίσκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πυργίσκος | οἱ | πυργίσκοι | ||||
γενική | τοῦ | πυργίσκου | τῶν | πυργίσκων | ||||
δοτική | τῷ | πυργίσκῳ | τοῖς | πυργίσκοις | ||||
αιτιατική | τὸν | πυργίσκον | τοὺς | πυργίσκους | ||||
κλητική ὦ! | πυργίσκε | πυργίσκοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυργίσκω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πυργίσκοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυργίσκος < πύργος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυργίσκος αρσενικό
- υποκοριστικό του πύργος
Πηγές
επεξεργασία- πυργίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.