Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυργίσκος οι πυργίσκοι
      γενική του πυργίσκου των πυργίσκων
    αιτιατική τον πυργίσκο τους πυργίσκους
     κλητική πυργίσκε πυργίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυργίσκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυργίσκος[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε πύργος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piɾˈʝi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ργί‐σκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργίσκος αρσενικό

  1. ο πύργος αλλά σε μικρότερο μέγεθος
    άλλες μορφές: πυργί
  2. (στρατιωτικός όρος) χώρος σε ένα πολεμικό όχημα σχεδιασμένος για να έχει ένα καλό οπτικό πεδίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυργίσκος οἱ πυργίσκοι
      γενική τοῦ πυργίσκου τῶν πυργίσκων
      δοτική τῷ πυργίσκ τοῖς πυργίσκοις
    αιτιατική τὸν πυργίσκον τοὺς πυργίσκους
     κλητική ! πυργίσκε πυργίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυργίσκω
γεν-δοτ τοῖν  πυργίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυργίσκος < πύργος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργίσκος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία