πολεμικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολεμικό | τα | πολεμικά |
γενική | του | πολεμικού | των | πολεμικών |
αιτιατική | το | πολεμικό | τα | πολεμικά |
κλητική | πολεμικό | πολεμικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολεμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολεμικός < αρχαία ελληνική πολεμικός < πόλεμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολεμικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολεμικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπολεμικό