πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ίσκος οι -ίσκοι
      γενική του -ίσκου των -ίσκων
    αιτιατική τον -ίσκο τους -ίσκους
     κλητική -ίσκε -ίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

-ίσκος αρσενικό
(λόγιο) για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά

  1. (υποκοριστικό) με διατήρηση της υποκοριστικής σημασίας
    ναός - ναΐσκος
  2. με περιορισμό της υποκοριστικής σημασίας
    αστέρας - αστερίσκος
  3. με απώλεια της υποκοριστικής σημασίας
    ουρανός - ουρανίσκος
  4. για επαγγέλματα, με μειωτική σημασία
    υπάλληλος - υπαλληλίσκος
  5. για ανδρικά επώνυμα
    Καραΐσκος

Παράγωγα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
-ῐσκο-
ονομαστική -ίσκος οἱ -ίσκοι
      γενική τοῦ -ίσκου τῶν -ίσκων
      δοτική τῷ -ίσκ τοῖς -ίσκοις
    αιτιατική τὸν -ίσκον τοὺς -ίσκους
     κλητική ! -ίσκε -ίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ίσκω
γεν-δοτ τοῖν  -ίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία