Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ίσκος οι -ίσκοι
      γενική του -ίσκου των -ίσκων
    αιτιατική τον -ίσκο τους -ίσκους
     κλητική -ίσκε -ίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-ίσκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίσκος[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ί‐σκος

  ΕπίθημαΕπεξεργασία

-ίσκος αρσενικό
(λόγιο) για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά

  1. (υποκοριστικό) με διατήρηση της υποκοριστικής σημασίας
    ναός - ναΐσκος
  2. με περιορισμό της υποκοριστικής σημασίας
    αστέρας - αστερίσκος
  3. με απώλεια της υποκοριστικής σημασίας
    ουρανός - ουρανίσκος
  4. για επαγγέλματα, με μειωτική σημασία
    υπάλληλος - υπαλληλίσκος
  5. για ανδρικά επώνυμα
    Καραΐσκος

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

όπως

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
-ῐσκο-
ονομαστική -ίσκος οἱ -ίσκοι
      γενική τοῦ -ίσκου τῶν -ίσκων
      δοτική τῷ -ίσκ τοῖς -ίσκοις
    αιτιατική τὸν -ίσκον τοὺς -ίσκους
     κλητική ! -ίσκε -ίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ίσκω
γεν-δοτ τοῖν  -ίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-ίσκος < λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθημαΕπεξεργασία

-ίσκος αρσενικό (θηλυκό -ίσκη)
μετουσιαστικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που

  1. (υποκοριστικό) είχε υποκοριστική σημασία
    ἱέραξ, ἱέρακος (ἱερακ-) - ἱερακίσκος
    ἄνθρωπος - ἀνθρωπίσκος
  2. είχε μειωτική σημασία
    ἄνθρωπος - ἀνθρωπίσκος (τιποτένιος)
  3. δήλωνε σχέση ομοιότητας
    νεανίας - νεανίσκος

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία