οβελίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοβελίσκος αρσενικό
- ο λατρευτικός μονολιθικός στύλος (κυλινδρικός ή τετράεδρος) που τοποθετείτο ζευγαρωτά, συνήθως στην είσοδο αρχαίων αιγυπτιακών ναών. Αυτοί οι στύλοι συνήθως απολήγουν σε μικρή πυραμίδα. Γενικά η λέξη χρησιμοποιείται για κάθε μνημείο που έχει αυτή τη μορφή.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οβελίσκος
|