ὀβελός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀβελός | οἱ | ὀβελοί |
γενική | τοῦ | ὀβελοῦ | τῶν | ὀβελῶν |
δοτική | τῷ | ὀβελῷ | τοῖς | ὀβελοῖς |
αιτιατική | τὸν | ὀβελόν | τοὺς | ὀβελούς |
κλητική ὦ! | ὀβελέ | ὀβελοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀβελώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀβελοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀβελός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀβελός, -οῦ αρσενικό
- σούβλα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 465 (464-468)
- αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρε κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο, | μίστυλλόν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειραν, | ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα. | αὐτὰρ ἐπεὶ παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα, | δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
- και αφού καήκαν τα μεριά κι εγεύθηκαν τα σπλάχνα, | ελιάνισαν τα επίλοιπα τα πέρασαν στες σούβλες, | και αφού με τέχνην τα ᾽ψησαν, απ᾽ την φωτιά τα επήραν | και άμ᾽ απ᾽ τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα, | ετρώγαν κι όλ᾽ ισόμοιρα χαρήκαν το τραπέζι·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρε κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο, | μίστυλλόν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειραν, | ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα. | αὐτὰρ ἐπεὶ παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα, | δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 41.3
- τῶν εἵνεκα οὔτε ἀνὴρ Αἰγύπτιος οὔτε γυνὴ ἄνδρα Ἕλληνα φιλήσειε ἂν τῷ στόματι, οὐδὲ μαχαίρῃ ἀνδρὸς Ἕλληνος χρήσεται οὐδ᾽ ὀβελοῖσι οὐδὲ λέβητι, οὐδὲ κρέως καθαροῦ βοὸς διατετμημένου Ἑλληνικῇ μαχαίρῃ γεύσεται.
- Για τον λόγο αυτό, ουδέποτε Αιγύπτιος ή Αιγυπτία θα φιλούσαν Έλληνα στο στόμα ούτε θα χρησιμοποιούσαν το μαχαίρι του, τη σούβλα του ή το λεβέτι του, ούτε θα γεύονταν κρέας από αγνό βόδι, εφόσον το βόδι θα ήταν τεμαχισμένο με ελληνικό μαχαίρι.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τῶν εἵνεκα οὔτε ἀνὴρ Αἰγύπτιος οὔτε γυνὴ ἄνδρα Ἕλληνα φιλήσειε ἂν τῷ στόματι, οὐδὲ μαχαίρῃ ἀνδρὸς Ἕλληνος χρήσεται οὐδ᾽ ὀβελοῖσι οὐδὲ λέβητι, οὐδὲ κρέως καθαροῦ βοὸς διατετμημένου Ἑλληνικῇ μαχαίρῃ γεύσεται.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 465 (464-468)
- οβελίσκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 170.2
- καὶ ἐν τῷ τεμένεϊ ὀβελοὶ ἑστᾶσι μεγάλοι λίθινοι,
- Και μέσα στο τέμενος είναι στημένοι μεγάλοι πέτρινοι οβελίσκοι
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ ἐν τῷ τεμένεϊ ὀβελοὶ ἑστᾶσι μεγάλοι λίθινοι,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 170.2
- ταυτόσημο με το ὀβολός
- οριζόντια γραμμή ως ένδειξη από γραμματικούς ότι ένα κείμενο ήταν πλαστό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀβελός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀβελός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.