μηνίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μηνίσκος | οι | μηνίσκοι |
γενική | του | μηνίσκου | των | μηνίσκων |
αιτιατική | τον | μηνίσκο | τους | μηνίσκους |
κλητική | μηνίσκε | μηνίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηνίσκος < αρχαία ελληνική μηνίσκος < υποκοριστικό του Μήνη [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηνίσκος αρσενικό
- (μαθηματικά) το γεωμετρικό σχήμα που ορίζεται από δύο τόξα, τα οποία έχουν κοινά άκρα και βρίσκονται προς την ίδια πλευρά της κοινής χορδής
- (ανατομία) σχηματισμός από ίνες και χόνδρο, που παρεμβάλλεται στις αρθρώσεις για να διευκολύνει τις κινήσεις των οστών
- ⮡ Mετατόπιση / ρήξη / αφαίρεση του μηνίσκου
- (αστρονομία) Η φάση της Σελήνης ή άλλου ουράνιου σώματος κατά την οποία λιγότερη από τη μισή ορατή επιφάνειά της εμφανίζεται φωτισμένη
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ μηνίσκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας