Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

moon (en)

  ΡήμαΕπεξεργασία

moon (en)

  1. κινούμαι ή συμπεριφέρομαι ράθυμα ή αμέριμνα
  2. επιδεικνύω με προσβλητικό τρόπο τα οπίσθια
     συνώνυμα: to bare one's buttocks