Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
moon moons

moon (en)

  1. (μόνο ενικός, συνήθως the moon ή the Moon) η σελήνη, το φεγγάρι της Γης
    ⮡  Part of the sunlight which falls on the Moon is reflected back to the Earth.
    Ένα μέρος του ηλιακού φωτός που πέφτει στη Σελήνη αντανακλάται στη γη.
    ⮡  The moon is waxing/waning.
    Το φεγγάρι είναι στη γέμιση/στη χάση του.
  2. (μόνο ενικός) η σελήνη, το φεγγάρι, όπως εμφανίζεται στον ουρανό σε μια συγκεκριμένη στιγμή
    ⮡  a new moon - νέο φεγγάρι
    ⮡  a crescent moon - μηνίσκος
    ⮡  waxing phase of a crescent moon - αύξουσα φάση μηνίσκος
    ⮡  waxing phase of a gibbous moon - αύξουσα φάση γεμάτη ημισέληνος
    ⮡  waning phase of a crescent moon - φθίνουσα φάση μηνίσκος
    ⮡  waning phase of a gibbous moon - φθίνουσα φάση γεμάτη ημισέληνος
    ⮡  a half-moon - ημισέληνος/μισοφέγγαρο
    ⮡  a full moon - πανσέληνος/γεμάτο φεγγάρι
  3. το φεγγάρι ενός άλλου πλανήτη
    ⮡  Mars has 2 moons.
    Ο Άρης έχει 2 φεγγάρια.
ενεστώτας moon
γ΄ ενικό ενεστώτα moons
αόριστος mooned
παθητική μετοχή mooned
ενεργητική μετοχή mooning

moon (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο)