moon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
moon | moons |
moon (en)
- (μόνο ενικός, συνήθως the moon ή the Moon) η σελήνη, το φεγγάρι της Γης
- ⮡ Part of the sunlight which falls on the Moon is reflected back to the Earth.
- Ένα μέρος του ηλιακού φωτός που πέφτει στη Σελήνη αντανακλάται στη γη.
- ⮡ The moon is waxing/waning.
- Το φεγγάρι είναι στη γέμιση/στη χάση του.
- ⮡ Part of the sunlight which falls on the Moon is reflected back to the Earth.
- (μόνο ενικός) η σελήνη, το φεγγάρι, όπως εμφανίζεται στον ουρανό σε μια συγκεκριμένη στιγμή
- ⮡ a new moon - νέο φεγγάρι
- ⮡ a crescent moon - μηνίσκος
- ⮡ waxing phase of a crescent moon - αύξουσα φάση μηνίσκος
- ⮡ waxing phase of a gibbous moon - αύξουσα φάση γεμάτη ημισέληνος
- ⮡ waning phase of a crescent moon - φθίνουσα φάση μηνίσκος
- ⮡ waning phase of a gibbous moon - φθίνουσα φάση γεμάτη ημισέληνος
- ⮡ a half-moon - ημισέληνος/μισοφέγγαρο
- ⮡ a full moon - πανσέληνος/γεμάτο φεγγάρι
- το φεγγάρι ενός άλλου πλανήτη
- ⮡ Mars has 2 moons.
- Ο Άρης έχει 2 φεγγάρια.
- ⮡ Mars has 2 moons.
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | moon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | moons |
αόριστος | mooned |
παθητική μετοχή | mooned |
ενεργητική μετοχή | mooning |
moon (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο)
- επιδεικνύω με προσβλητικό τρόπο τα οπίσθια