Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαλαμίσκος οι θαλαμίσκοι
      γενική του θαλαμίσκου των θαλαμίσκων
    αιτιατική τον θαλαμίσκο τους θαλαμίσκους
     κλητική θαλαμίσκε θαλαμίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλαμίσκος < υποκοριστικό του θάλαμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαλαμίσκος αρσενικό

  • μικρών διαστάσεων θάλαμος εξερευνητικού σκάφους (π.χ. διαστημοπλοίου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία