οικίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οικίσκος | οι | οικίσκοι |
γενική | του | οικίσκου | των | οικίσκων |
αιτιατική | τον | οικίσκο | τους | οικίσκους |
κλητική | οικίσκε | οικίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικίσκος < οίκος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικίσκος αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικίσκος
→ δείτε τη λέξη σπιτάκι |