Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἱερᾱκισκο-
ονομαστική ἱερακίσκος οἱ ἱερακίσκοι
      γενική τοῦ ἱερακίσκου τῶν ἱερακίσκων
      δοτική τῷ ἱερακίσκ τοῖς ἱερακίσκοις
    αιτιατική τὸν ἱερακίσκον τοὺς ἱερακίσκους
     κλητική ! ἱερακίσκε ἱερακίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱερακίσκω
γεν-δοτ τοῖν  ἱερακίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱερακίσκος < ἱέραξ (ἱερακ-) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱερακίσκος, -ου αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία