ἱερακίσκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἱερᾱκισκο- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἱερακίσκος | οἱ | ἱερακίσκοι | |
γενική | τοῦ | ἱερακίσκου | τῶν | ἱερακίσκων | |
δοτική | τῷ | ἱερακίσκῳ | τοῖς | ἱερακίσκοις | |
αιτιατική | τὸν | ἱερακίσκον | τοὺς | ἱερακίσκους | |
κλητική ὦ! | ἱερακίσκε | ἱερακίσκοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱερακίσκω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱερακίσκοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἱερακίσκος < ἱέραξ (ἱερακ-) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἱερακίσκος, -ου αρσενικό
- (πτηνό) υποκοριστικό του ἱέραξ: το μικρό γεράκι
Πηγές
επεξεργασία- ἱερακίσκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱερακίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.