Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενάγηση οι ξεναγήσεις
      γενική της ξενάγησης* των ξεναγήσεων
    αιτιατική την ξενάγηση τις ξεναγήσεις
     κλητική ξενάγηση ξεναγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξεναγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενάγηση < ξενάγησις με επακριβώς την σημερινή έννοια στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) ξενάγησις (βοηθώ έναν ξένο στον τόπο μου) < αρχαία ελληνική ξεναγέω (καθοδηγώ μισθοφόρους) < ξεναγός ( ο επικεφαλής μισθοφόρων) και ξεναγέτης (που φιλοξενεί, περιποιείται ξένους)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενάγηση θηλυκό

  1. η καθοδήγηση ξένων στον τόπο σου, η ενημέρωσή τους σχετικά με αξιοθέατα ή σημαντικές δραστηριότητες καθαρά τοπικού χαρακτήρα
  2. (μεταφορικά) η επίδειξη και επεξήγηση λειτουργικότητας χώρων σε μεγάλο σπιτι ή η γνωριμία, η εξοκείωση με ένα πρωτογνωρο τομέα, τέχνη, επιστήμη
    Αυτο χρυσή μου δεν είναι σπιτι, είναι μέγαρο -απαιτείται ξενάγηση
    Ηταν μια αληθινή ξενάγηση στο χώρο του ρεμπέτικου (τραγουδιού)
    ξενάγηση στο βυθό, στα κατατόπια, με την ξενάγηση του βιβλιοκριτικού (στο καινούργιο βιβλιο τού..), ο απερχόμενος υπουργός ξενάγησε τον αναλαμβάνοντα καθήκοντα υπουργού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία