Δείτε επίσης: Τόρνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόρνος οι τόρνοι
      γενική του τόρνου των τόρνων
    αιτιατική τον τόρνο τους τόρνους
     κλητική τόρνε τόρνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόρνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική grc
 
Τόρνος κατασκευής πυροσωλήνων.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtoɾ.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τόρ‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τόρνος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τόρνος οἱ τόρνοι
      γενική τοῦ τόρνου τῶν τόρνων
      δοτική τῷ τόρν τοῖς τόρνοις
    αιτιατική τὸν τόρνον τοὺς τόρνους
     κλητική ! τόρνε τόρνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τόρνω
γεν-δοτ τοῖν  τόρνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόρνος (τεχνικός όρος) < τορ- + -νος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   τείρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τόρνος, -ου αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία