Δείτε επίσης: Τόρνος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόρνος οι τόρνοι
      γενική του τόρνου των τόρνων
    αιτιατική τον τόρνο τους τόρνους
     κλητική τόρνε τόρνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τόρνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόρνος
Τόρνος κατασκευής πυροσωλήνων.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τόρνος οἱ τόρνοι
      γενική τοῦ τόρνου τῶν τόρνων
      δοτική τῷ τόρν τοῖς τόρνοις
    αιτιατική τὸν τόρνον τοὺς τόρνους
     κλητική ! τόρνε τόρνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τόρνω
γεν-δοτ τοῖν  τόρνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία