πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική tokarka tokarki
γενική tokarki tokarek
δοτική tokarce tokarkom
αιτιατική tokar tokarki
οργανική tokar tokarkami
τοπική tokarce tokarkach
κλητική tokarko tokarki

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɔˈkarka/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tokarka (pl) θηλυκό