τόρνευμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τόρνευμα < ελληνιστική κοινή τόρνευμα < αρχαία ελληνική τορνεύω < τόρνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατόρνευμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τορνεύω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τόρνευμα
|