τορνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τορνεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τορνεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /toɾˈne.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τορ‐νεύ‐ω
- παρώνυμο: τορεύω
Ρήμα
επεξεργασίατορνεύω
- κατεργάζομαι σκληρής φύσης υλικά χρησιμοποιώντας τόρνο
- (μεταφορικά) επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τόρνος
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τορνεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τορνεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.