Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τορεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τορεύω
<
αρχαία ελληνική
τορεύω
<
τόρος
Ρήμα
επεξεργασία
τορεύω
(
λόγιο
)
σμιλεύω
,
γλύφω
ή
σφυρηλατώ
σχέδια
σε
μέταλλο
ή άλλο
υλικό
Συγγενικά
επεξεργασία
τόρευμα
τόρευση
τορευτά
τορευτής
τορευτικός
τορευτός
→
δείτε
τη λέξη
τόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τορεύω