Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τορευτικός η τορευτική το τορευτικό
      γενική του τορευτικού της τορευτικής του τορευτικού
    αιτιατική τον τορευτικό την τορευτική το τορευτικό
     κλητική τορευτικέ τορευτική τορευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τορευτικοί οι τορευτικές τα τορευτικά
      γενική των τορευτικών των τορευτικών των τορευτικών
    αιτιατική τους τορευτικούς τις τορευτικές τα τορευτικά
     κλητική τορευτικοί τορευτικές τορευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τορευτικός < ελληνιστική κοινή τορευτικός < αρχαία ελληνική τορεύω

  Επίθετο επεξεργασία

τορευτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία