τορευτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τορευτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τορευτικός
- αναφέρεται συνήθως στην τορευτική τέχνη, την τέχνη του να δίνει κανείς μορφή σε ανάγλυφο έργο, κυρίως σε μέταλλο