τόρευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τόρευση | οι | τορεύσεις |
γενική | της | τόρευσης* | των | τορεύσεων |
αιτιατική | την | τόρευση | τις | τορεύσεις |
κλητική | τόρευση | τορεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τορεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τόρευση < ελληνιστική κοινή τόρευσις < αρχαία ελληνική τορεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τόρευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τορεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τόρευση
|