Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόρος < τείρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τόρος

  1. εργαλείο που κάνει τρύπες
  2. τρυπάνι για δοκιμή ύπαρξης νερού

Σχετικές λέξεις επεξεργασία