Δείτε επίσης: σφυρηλατῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

σφυρηλατώ (παθητική φωνή: σφυρηλατούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) κατεργάζομαι (μηχανικά ή χειρωνακτικά) κάποιο σφυρηλατήσιμο μέταλλο με σφυρί
    ο σίδηρος μπορεί να σφυρηλατηθεί όταν η περιεκτικότητα άνθρακα δεν υπερβαίνει το 0.05%.
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ ή διαμορφώνω την προσωπικότητα κάποιου ή τις σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα ή σύνολα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία