σφυρηλατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφυρηλατώ < ελληνιστική κοινή σφυρηλατέω / σφυρηλατῶ < αρχαία ελληνική σφῦρα + ἐλαύνω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική forger)
Ρήμα
επεξεργασίασφυρηλατώ (παθητική φωνή: σφυρηλατούμαι)
- (κυριολεκτικά) κατεργάζομαι (μηχανικά ή χειρωνακτικά) κάποιο σφυρηλατήσιμο μέταλλο με σφυρί
- ο σίδηρος μπορεί να σφυρηλατηθεί όταν η περιεκτικότητα άνθρακα δεν υπερβαίνει το 0.05%.
- (μεταφορικά) δημιουργώ ή διαμορφώνω την προσωπικότητα κάποιου ή τις σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα ή σύνολα
Συγγενικά
επεξεργασία- σφυρηλατημένος
- σφυρηλάτηση
- σφυρηλατήσιμος
- σφυρηλατούμενος
- → δείτε τις λέξεις σφυρί και ελαύνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σφυρηλατώ | σφυρηλατούσα | θα σφυρηλατώ | να σφυρηλατώ | σφυρηλατώντας | |
β' ενικ. | σφυρηλατείς | σφυρηλατούσες | θα σφυρηλατείς | να σφυρηλατείς | (σφυρηλάτει) | |
γ' ενικ. | σφυρηλατεί | σφυρηλατούσε | θα σφυρηλατεί | να σφυρηλατεί | ||
α' πληθ. | σφυρηλατούμε | σφυρηλατούσαμε | θα σφυρηλατούμε | να σφυρηλατούμε | ||
β' πληθ. | σφυρηλατείτε | σφυρηλατούσατε | θα σφυρηλατείτε | να σφυρηλατείτε | σφυρηλατείτε | |
γ' πληθ. | σφυρηλατούν(ε) | σφυρηλατούσαν(ε) | θα σφυρηλατούν(ε) | να σφυρηλατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σφυρηλάτησα | θα σφυρηλατήσω | να σφυρηλατήσω | σφυρηλατήσει | ||
β' ενικ. | σφυρηλάτησες | θα σφυρηλατήσεις | να σφυρηλατήσεις | σφυρηλάτησε | ||
γ' ενικ. | σφυρηλάτησε | θα σφυρηλατήσει | να σφυρηλατήσει | |||
α' πληθ. | σφυρηλατήσαμε | θα σφυρηλατήσουμε | να σφυρηλατήσουμε | |||
β' πληθ. | σφυρηλατήσατε | θα σφυρηλατήσετε | να σφυρηλατήσετε | σφυρηλατήστε | ||
γ' πληθ. | σφυρηλάτησαν σφυρηλατήσαν(ε) |
θα σφυρηλατήσουν(ε) | να σφυρηλατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σφυρηλατήσει | είχα σφυρηλατήσει | θα έχω σφυρηλατήσει | να έχω σφυρηλατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σφυρηλατήσει | είχες σφυρηλατήσει | θα έχεις σφυρηλατήσει | να έχεις σφυρηλατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σφυρηλατήσει | είχε σφυρηλατήσει | θα έχει σφυρηλατήσει | να έχει σφυρηλατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σφυρηλατήσει | είχαμε σφυρηλατήσει | θα έχουμε σφυρηλατήσει | να έχουμε σφυρηλατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σφυρηλατήσει | είχατε σφυρηλατήσει | θα έχετε σφυρηλατήσει | να έχετε σφυρηλατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σφυρηλατήσει | είχαν σφυρηλατήσει | θα έχουν σφυρηλατήσει | να έχουν σφυρηλατήσει |
|