Δείτε επίσης: σφυρηλατῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφυρηλατώ < ελληνιστική κοινή σφυρηλατέω / σφυρηλατῶ < αρχαία ελληνική σφῦρα + ἐλαύνω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική forger)

σφυρηλατώ (παθητική φωνή: σφυρηλατούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) κατεργάζομαι (μηχανικά ή χειρωνακτικά) κάποιο σφυρηλατήσιμο μέταλλο με σφυρί
    ο σίδηρος μπορεί να σφυρηλατηθεί όταν η περιεκτικότητα άνθρακα δεν υπερβαίνει το 0.05%.
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ ή διαμορφώνω την προσωπικότητα κάποιου ή τις σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα ή σύνολα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία