ενεστώτας hammer out
γ΄ ενικό ενεστώτα hammers out
αόριστος hammered out
παθητική μετοχή hammered out
ενεργητική μετοχή hammering out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hammer out < → δείτε τις λέξεις hammer και out

hammer out (en)

  • σχεδιάζω, επεξεργάζομαι, συζητάω ένα σχέδιο, μια ιδέα κλπ. μέχρι να συμφωνήσουν όλοι ή να παρθεί μια απόφαση
    We must hammer out a policy that will bring us votes.
    Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.
    I am hammering out the details of a plan.
    Επεξεργάζομαι τις λεπτομέρειες ενός σχεδίου.