hammer
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | hammer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hammers |
αόριστος | hammered |
παθητική μετοχή | hammered |
ενεργητική μετοχή | hammering |
hammer (en)
ενεστώτας | hammer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hammers |
αόριστος | hammered |
παθητική μετοχή | hammered |
ενεργητική μετοχή | hammering |
hammer (en)