hammer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hammer | hammers |
hammer (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hammer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hammers |
αόριστος | hammered |
παθητική μετοχή | hammered |
ενεργητική μετοχή | hammering |
hammer (en)
Παράγωγα
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhammer (da)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhammer (no)