• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σφυροκοπώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
    • 1.3 Συγγενικά
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
σφυροκοπώ < σφυρί + -κοπώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφυροκοπέω (σφυρηλατώ), (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική marteler)[1]

Ρήμα

επεξεργασία

σφυροκοπώ & σφυροκοπάω, (παθητική φωνή: σφυροκοπούμαι & σφυροκοπιέμαι)

  1. (κυριολεκτικά) σφυρηλατώ
  2. (μεταφορικά) καταφέρω σφοδρά πλήγματα εναντίον αντιπάλου, βομβαρδίζω
  3. (μεταφορικά) (για την επισήμανση έντονου πόνου στο ανθρώπινο σώμα) επιτίθεμαι έντονα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σφυροκόπημα
  • σφυροκόπηση
  • → και δείτε τη λέξη σφύρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σφυροκοπώ
  • γαλλικά : marteler (fr), pilonner (fr)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ σφυροκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σφυροκοπώ&oldid=6734145"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Ιουνίου 2024, στις 16:33

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Ιουνίου 2024, στις 16:33.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας