Ετυμολογία

επεξεργασία
σφυροκοπώ < σφυρί + -κοπώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφυροκοπέω (σφυρηλατώ), (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική marteler)[1]

σφυροκοπώ & σφυροκοπάω, (παθητική φωνή: σφυροκοπούμαι & σφυροκοπιέμαι)

  1. (κυριολεκτικά) σφυρηλατώ
  2. (μεταφορικά) καταφέρω σφοδρά πλήγματα εναντίον αντιπάλου, βομβαρδίζω
  3. (μεταφορικά) (για την επισήμανση έντονου πόνου στο ανθρώπινο σώμα) επιτίθεμαι έντονα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία