σφυροκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφυροκοπώ < σφυρί + -κοπώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφυροκοπέω (σφυρηλατώ), (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική marteler)[1]
Ρήμα
επεξεργασίασφυροκοπώ & σφυροκοπάω, (παθητική φωνή: σφυροκοπούμαι & σφυροκοπιέμαι)
- (κυριολεκτικά) σφυρηλατώ
- (μεταφορικά) καταφέρω σφοδρά πλήγματα εναντίον αντιπάλου, βομβαρδίζω
- (μεταφορικά) (για την επισήμανση έντονου πόνου στο ανθρώπινο σώμα) επιτίθεμαι έντονα
Συγγενικά
επεξεργασία- σφυροκόπημα
- σφυροκόπηση
- → και δείτε τη λέξη σφύρα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σφυροκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας