Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυροκοπώ < σφυρί + -κοπώ

  Ρήμα επεξεργασία

σφυροκοπώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία