σφυροκοπέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφυροκοπέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασφυροκοπέω/ σφυροκοπῶ (ελληνιστική κοινή)
- σφυρηλατώ
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Κριταί, 5.26
- χεῖρα αὐτῆς ἀριστερὰν εἰς πάσσαλον ἐξέτεινε καὶ δεξιὰν αὐτῆς εἰς σφῦραν κοπιώντων καὶ ἐσφυροκόπησε Σισάρα, διήλωσε κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐπάταξε, διήλωσε κρόταφον αὐτοῦ.
- ≈ συνώνυμα: σφυροκτυπέω
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Κριταί, 5.26
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη σφῦρα
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σφυροκοπέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.