Δείτε επίσης: σφύρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφῦρ αἱ σφῦραι
      γενική τῆς σφύρᾱς τῶν σφυρῶν
      δοτική τῇ σφύρ ταῖς σφύραις
    αιτιατική τὴν σφῦρᾰν τὰς σφύρᾱς
     κλητική ! σφῦρ σφῦραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφῦρ
γεν-δοτ τοῖν  σφύραιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία