Δείτε επίσης: σφῦρα, σφυράω
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφύρα οι σφύρες
      γενική της σφύρας των σφυρών
    αιτιατική τη σφύρα τις σφύρες
     κλητική σφύρα σφύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφύρα < αρχαία ελληνική σφῦρα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική marteau[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hammer[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsfi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφύ‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφύρα θηλυκό

  1. (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του σφυρί
  2. (κατ’ επέκταση, αρχαιοπρεπές) ό,τι είναι όμοιο (σχηματικά ή λειτουργικά) με σφυρί
    1. (ανατομία) οστό του αφτιού
    2. (στρατιωτικός όρος, αρχαιοπρεπές) ο κόκορας / επικρουστήρας ενός όπλου
    3. (αθλητισμός) είδος μεταλλικής σφαίρας, σ’ ένα σημείο της οποίας εφαρμόζει ατσαλένιο σύρμα με λαβή, από την οποία την πιάνει κάποιος αθλητής (σφυροβόλος, στο άθλημα της σφυροβολίας) και (περιστρεφόμενος κάποιες φορές γύρω από τον εαυτό του) την εκτοξεύει όσο πιο μακριά μπορεί
    4. (τεχνολογία) είδος μηχανήματος που παραμορφώνει μέταλλα, θραύει πετρώματα κ.λπ.

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 σφύρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σφύραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)