Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατσαλένιος η ατσαλένια το ατσαλένιο
      γενική του ατσαλένιου της ατσαλένιας του ατσαλένιου
    αιτιατική τον ατσαλένιο την ατσαλένια το ατσαλένιο
     κλητική ατσαλένιε ατσαλένια ατσαλένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατσαλένιοι οι ατσαλένιες τα ατσαλένια
      γενική των ατσαλένιων των ατσαλένιων των ατσαλένιων
    αιτιατική τους ατσαλένιους τις ατσαλένιες τα ατσαλένια
     κλητική ατσαλένιοι ατσαλένιες ατσαλένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατσαλένιος < ατσάλ(ι) + -ένιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.t͡saˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τσα‐λέ‐νιος

  Επίθετο επεξεργασία

ατσαλένιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία