χαλύβδινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαλύβδινος < χάλυβ-ας + δ + -ινος (κατά το μολύβδινος)
Επίθετο
επεξεργασία
χαλύβδινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από χάλυβα
- χαλύβδινος λέβητας
- (μεταφορικά) ανθεκτικός, σκληρός
- το ηθικό τους ήταν χαλύβδινο
Συνώνυμα
επεξεργασία- ατσαλένιος και ατσάλινος