↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλύβδινος η χαλύβδινη το χαλύβδινο
      γενική του χαλύβδινου της χαλύβδινης του χαλύβδινου
    αιτιατική τον χαλύβδινο τη χαλύβδινη το χαλύβδινο
     κλητική χαλύβδινε χαλύβδινη χαλύβδινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλύβδινοι οι χαλύβδινες τα χαλύβδινα
      γενική των χαλύβδινων των χαλύβδινων των χαλύβδινων
    αιτιατική τους χαλύβδινους τις χαλύβδινες τα χαλύβδινα
     κλητική χαλύβδινοι χαλύβδινες χαλύβδινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλύβδινος < χάλυβ-ας + δ + -ινος (κατά το μολύβδινος)

  Επίθετο

επεξεργασία

χαλύβδινος, -η, -ο

  1. φτιαγμένος από χάλυβα
    χαλύβδινος λέβητας
  2. (μεταφορικά) ανθεκτικός, σκληρός
    το ηθικό τους ήταν χαλύβδινο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία