χαλύβδωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαλύβδωση | οι | χαλυβδώσεις |
γενική | της | χαλύβδωσης* | των | χαλυβδώσεων |
αιτιατική | τη | χαλύβδωση | τις | χαλυβδώσεις |
κλητική | χαλύβδωση | χαλυβδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλυβδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαλύβδωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χαλυβδώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαλύβδωση
|
Πηγές
επεξεργασία- χαλύβδωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χαλύβδωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χαλύβδωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)