↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλύβδωση οι χαλυβδώσεις
      γενική της χαλύβδωσης* των χαλυβδώσεων
    αιτιατική τη χαλύβδωση τις χαλυβδώσεις
     κλητική χαλύβδωση χαλυβδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλυβδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλύβδωση < χαλυβδώνω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλύβδωση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία