Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλυβδώνω (παθητική φωνή: χαλυβδώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) μετατρέπω τον σίδηρο σε χάλυβα ή ισχυροποιώ αντικείμενο με την προσθήκη χάλυβα
  2. (μεταφορικά) καθιστώ κάποιον/κάτι ανθεκτικό σαν τον χάλυβα / ατσάλι, ενισχύω τις αντιστάσεις του, θωρακίζω απέναντι στις αντιξοότητες
     συνώνυμα: ατσαλώνω, δυναμώνω, ενισχύω, ισχυροποιώ
      να χαλυβδώσουμε το ηθικό μας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία