Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλυβδώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

χαλυβδώνω

  1. (μεταφορικά) καθιστώ κάποιον/κάτι ανθεκτικό σαν το ατσάλι, ενισχύω τις αντιστάσεις του, θωρακίζω απέναντι στις αντιξοότητες
    να χαλυβδώσουμε το ηθικό μας


Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία