χαλυβένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαλυβένιος | η | χαλυβένια | το | χαλυβένιο |
γενική | του | χαλυβένιου | της | χαλυβένιας | του | χαλυβένιου |
αιτιατική | τον | χαλυβένιο | τη | χαλυβένια | το | χαλυβένιο |
κλητική | χαλυβένιε | χαλυβένια | χαλυβένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαλυβένιοι | οι | χαλυβένιες | τα | χαλυβένια |
γενική | των | χαλυβένιων | των | χαλυβένιων | των | χαλυβένιων |
αιτιατική | τους | χαλυβένιους | τις | χαλυβένιες | τα | χαλυβένια |
κλητική | χαλυβένιοι | χαλυβένιες | χαλυβένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
χαλυβένιος < χάλυβ(ας) + -ένιος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.liˈve.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λυ‐βέ‐νιος
Επίθετο επεξεργασία
χαλυβένιος, -α, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαλυβένιος
|
Πηγές επεξεργασία
- χαλυβένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)