↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλυβένιος η χαλυβένια το χαλυβένιο
      γενική του χαλυβένιου της χαλυβένιας του χαλυβένιου
    αιτιατική τον χαλυβένιο τη χαλυβένια το χαλυβένιο
     κλητική χαλυβένιε χαλυβένια χαλυβένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλυβένιοι οι χαλυβένιες τα χαλυβένια
      γενική των χαλυβένιων των χαλυβένιων των χαλυβένιων
    αιτιατική τους χαλυβένιους τις χαλυβένιες τα χαλυβένια
     κλητική χαλυβένιοι χαλυβένιες χαλυβένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλυβένιος < χάλυβ(ας) + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.liˈve.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐λυ‐βέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

χαλυβένιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία