Ετυμολογία

επεξεργασία
θωρακίζω < αρχαία ελληνική θωρακίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θo.ɾaˈci.zo/

θωρακίζω, πρτ.: θωράκιζα, στ.μέλλ.: θα θωρακίσω, αόρ.: θωράκισα, παθ.φωνή: θωρακίζομαι, μτχ.π.π.: θωρακισμένος

  1. επενδύω κάτι (πχ όχημα) με έναν θώρακα προστασίας από μεταλλικές πλάκες
  2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από έναν κίνδυνο εφοδιάζοντάς το με ένα σύνολο προληπτικών, αμυντικών και αποτρεπτικών μέτρων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θωρακίζω < θώραξ

θωρακίζω

  1. εξοπλίζω πολεμιστή ή άλογο με θώρακα
  2. καλύπτω με αμυντική επένδυση