Δείτε επίσης: Θώραξ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θωρᾱκ-
ονομαστική θώραξ οἱ θώρακες
      γενική τοῦ θώρακος τῶν θωράκων
      δοτική τῷ θώρακ τοῖς θώραξ(ν)
    αιτιατική τὸν θώρακ τοὺς θώρακᾰς
     κλητική ! θώραξ θώρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θώρακε
γεν-δοτ τοῖν  θωράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία