θώραξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θωρᾱκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | θώραξ | οἱ | θώρακες | |
γενική | τοῦ | θώρακος | τῶν | θωράκων | |
δοτική | τῷ | θώρακῐ | τοῖς | θώραξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | θώρακᾰ | τοὺς | θώρακᾰς | |
κλητική ὦ! | θώραξ | θώρακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θώρακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θωράκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θώραξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθώραξ αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Θώραξ
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θώραξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θώραξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.