ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στενοθωρᾱκ-
ονομαστική / στενοθώραξ οἱ/αἱ στενοθώρακες
      γενική τοῦ/τῆς στενοθώρακος τῶν στενοθωράκων
      δοτική τῷ/τῇ στενοθώρακ τοῖς/ταῖς στενοθώραξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν στενοθώρακ τοὺς/τὰς στενοθώρακᾰς
     κλητική ! στενοθώραξ στενοθώρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στενοθώρακε
γεν-δοτ τοῖν  στενοθωράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στενοθώραξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στενο- + θώραξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στενοθώραξ αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία