θωρακισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- θωρακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θωρακίζω
Μετοχή
επεξεργασίαθωρακισμένος, -η, -ο
- που έχει θωρακιστεί
- Εμφανίστηκε με την θωρακισμένη "Μερσεντές" του
- που χρησιμοποιεί κάτι ως θώρακα, άμυνα, ασπίδα
- Αντεξε την κριτική θωρακισμένος' πίσω από τα βραβεία που είχε πάρει νεότερος
- → δείτε τη λέξη θωρακίζω