Ετυμολογία

επεξεργασία
ατσαλώνω < ατσάλι + -ώνω

ατσαλώνω

  1. (μεταφορικά) κάνω κάποιον/κάτι ανθεκτικό σαν το ατσάλι, ενισχύω τις αντιστάσεις του, θωρακίζω απέναντι στις αντιξοότητες
    να ατσαλώσουμε το ηθικό μας

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία