ατσάλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ατσάλι | ||
γενική | του | ατσαλιού | ||
αιτιατική | το | ατσάλι | ||
κλητική | ατσάλι | |||
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατσάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀτσάλιν < βενετική azzal < υστερολατινική aciarium (ferrum) (=κοφτερός σίδηρος) < λατινικά acies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα h₂eḱ- (κοφτερός, αιχμηρός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατσάλι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (μεταλλουργία) κράμα σιδήρου με άνθρακα, μηχανικά και θερμικά επεξεργασμένο με περιεκτικότητα σε άνθρακα που δεν υπερβαίνει το 2,11%, το οποίο αντιστοιχεί στο όριο διαλυτότητας του άνθρακα στο σίδηρο (για τον χάλυβα η περιεκτικότητα του κράματος σε άνθρακα μπορεί να είναι πολύ υψηλότερη)
- (μεταφορικά) οτιδήποτε, υλικό ή όχι, έχει πάρα πολύ μεγάλη αντοχή
Εκφράσεις επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις ατσαλό- και ατσαλο-
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατσάλι
|