πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ατσάλι
      γενική του ατσαλιού
    αιτιατική το ατσάλι
     κλητική ατσάλι
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ατσάλι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (μεταλλουργία) κράμα σιδήρου με άνθρακα, μηχανικά και θερμικά επεξεργασμένο με περιεκτικότητα σε άνθρακα που δεν υπερβαίνει το 2,11%, το οποίο αντιστοιχεί στο όριο διαλυτότητας του άνθρακα στο σίδηρο (για τον χάλυβα η περιεκτικότητα του κράματος σε άνθρακα μπορεί να είναι πολύ υψηλότερη)
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε, υλικό ή όχι, έχει πάρα πολύ μεγάλη αντοχή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 δείτε τις λέξεις ατσαλό- και ατσαλο-

Μεταφράσεις

επεξεργασία