acero
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
acero | aceri |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαacero (io)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacero (es)
- το ατσάλι
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacero (it)
- (δέντρο) σφένδαμος
- (γαστρονομία) το σιρόπι] που βγαίνει από τον καρπό του δένδρου