• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σφένδαμος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Άλλες μορφές
      • 1.3.1 Δείτε επίσης
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφένδαμος οι σφένδαμοι
      γενική του σφενδάμου
& σφένδαμου
των σφενδάμων
    αιτιατική τον σφένδαμο τους σφενδάμους
& σφένδαμους
     κλητική σφένδαμε σφένδαμοι
Δείτε και το σφεντ(νδ)άμι.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σφένδαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφένδαμνος (ήταν και θηλυκού γένους) με απλοποίηση [mn] > [m]. Δείτε και το σφεντάμι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφένδαμος αρσενικό

  • (φυτό) είδος άγριου δένδρου

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • σφένδαμνος
  • σφενδάμι
  • σφεντάμι
  • σφοντάμι

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • σφένδαμος στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σφένδαμος
  • αγγλικά : maple (en)
  • αλβανικά : panjë (sq)
  • ίντο : acero (io)
  • ισπανικά : arce (es)
  • ιταλικά : acero (it)
  • σλοβακικά : javor (sk)
  • τσεχικά : javor (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σφένδαμος&oldid=6718654"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Μαΐου 2024, στις 08:40

Γλώσσες

    • Русский
    • Slovenčina
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Μαΐου 2024, στις 08:40. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας