Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφεντάμι τα σφεντάμια
      γενική του σφενταμιού των σφενταμιών
    αιτιατική το σφεντάμι τα σφεντάμια
     κλητική σφεντάμι σφεντάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κλαδί ενός σφενταμιού
 
φύλλα ενός ιαπωνικού σφενταμιού

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφεντάμι < μεσαιωνική ελληνική σφεντάμι < αρχαία ελληνική < σφένδαμνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sfenˈda.mi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφεντάμι ουδέτερο και σφενδάμι

  • (φυτό) δέντρο του γένους Acer, με πλατιά φύλλα που έχουν 3 με 5 μυτερούς λοβούς· το μαλακό ξανθό ξύλο του χρησιμοποιείται για έπιπλα και μουσικά όργανα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία