σφυροβόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφυροβόλος < σφυροβολ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hammer thrower[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφυροβόλος αρσενικό ή θηλυκό
- (αθλητισμός) αθλητής ή αθλήτρια της σφυροβολίας
Συγγενικά
επεξεργασία- σφυροβολία
- → και δείτε τις λέξεις σφύρα και βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφυροβόλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σφυροβόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σφυροβόλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)