σφυράω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφυράω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασφυράω
- άλλη μορφή του σφυρίζω
- (προφορικό, μεταφορικά, αργκό) κάνω σεξ, συνήθως ο άνδρας προς τη γυναίκα
- ※ Καλό κομμάτι η Μαίρη. Της τον σφύραγα άνετα, αλλά από τότε που έμαθα οτο τραβιέται με τον Σουρέα, μόνο καλημέρα, καλησπέρα, τα τυπικά.
- Γιάννης Γορανίτης, 24, Αθήνα: Πατάκης, 2017. σελ. 40
- ※ Καλό κομμάτι η Μαίρη. Της τον σφύραγα άνετα, αλλά από τότε που έμαθα οτο τραβιέται με τον Σουρέα, μόνο καλημέρα, καλησπέρα, τα τυπικά.