Ετυμολογία

επεξεργασία

σφυρίζω, αόρ.: σφύριξα, παθ.φωνή: σφυρίζομαι, π.αόρ.: σφυρίχτηκα, μτχ.π.π.: σφυριγμένος

  1. κάνω συριστικό ήχο με το στόμα μου χρησιμοποιώντας τα χείλη ή και τα δάχτυλα
      Σφύριζε ανέμελα την «Καλίνκα», διπλώνοντας μπλουζάκια και πουλόβερ και στριμώχνοντας τις ελβιέλες του στο σακ βουαγιάζ (Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο αγόρι, 2000)
  2. βγάζω συριστικό ήχο σαν να σφυρίζω
      Το βαπόρι σφύριξε, κίνησε να φύγει. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  3. χρησιμοποιώ τη σφυρίχτρα
      Ο διαιτηρής σφύριξε τη λήξη του αγώνα.
  4. (μεταφορικά) λέω σε κάποιον κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός από τρίτον

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. σφυρίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)