Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφυρίχτρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σφυρίχτρ
α
οι
σφυρίχτρ
ες
γενική
της
σφυρίχτρ
ας
των
σφυριχτρ
ών
αιτιατική
τη
σφυρίχτρ
α
τις
σφυρίχτρ
ες
κλητική
σφυρίχτρ
α
σφυρίχτρ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφυρίχτρα
<
σφυρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφυρίχτρα
θηλυκό
συσκευή
που
σφυρίζει
, βγάζει έναν οξύ και διαπεραστικό ήχο
η
σφυρίχτρα
του τρένου, η
σφυρίχτρα
του διαιτητή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφυρίχτρα
αγγλικά
:
whistle
(en)
γαλλικά
:
sifflet
(fr)