Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
whistle whistles

whistle (en)

  1. η σφυρίχτρα
  2. ο ήχος του σφυρίγματος
ενεστώτας whistle
γ΄ ενικό ενεστώτα whistles
αόριστος whistled
παθητική μετοχή whistled
ενεργητική μετοχή whistling

whistle (en)