whistle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
whistle | whistles |
whistle (en)
- η σφυρίχτρα
- ο ήχος του σφυρίγματος
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | whistle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whistles |
αόριστος | whistled |
παθητική μετοχή | whistled |
ενεργητική μετοχή | whistling |
whistle (en)